Η έκθεση Destroy Athens (Καταστρέψτε την Αθήνα) αφηγείται μια ιστορία.
H ιστορία προέκυψε από μια εντελώς εμπειρική διαπίστωση. Εμείς, ο καθένας, το υποκείμενο κάθε δράσης και κάθε συνείδησης χτίζεται με τα μάτια των άλλων. Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι ότι δεν το χτίζουν οι άλλοι – πρόκειται για εσωτερική υπόθεση: το υποκείμενο οικοδομείται μόνο του, όμως οικοδομείται με υλικό την αντίληψη των άλλων. Και είναι αυτό το γεγονός που αποτελεί την προϋπόθεση κάθε αναγνώρισης, συλλογικότητας, σύνδεσης, συμμετοχής, αίσθησης κοινότητας.
Η προϋπόθεση αυτή είναι απαραίτητη αλλά, την ίδια στιγμή που τη νιώθει, τη ζει και εξαρτάται από αυτήν, το υποκείμενο δεν πρόκειται να την αποδεχτεί ποτέ. Θα μπορούσε να το θέσει κανείς ως εξής: δεν θέλουμε ποτέ να είμαστε αυτό που είμαστε, διεκδικούμε να μην είμαστε αυτό που είμαστε. Υπό κάποιες συνθήκες, απρόβλεπτες και περίπλοκες, ανάμεσα στις δύο αυτές υποστάσεις του καθ’ όλα ομοουσίου υποκειμένου – δεν έχουμε να κάνουμε με κανέναν διχασμό – επέρχεται ρήξη. Ακόμη περισσότερο, η ρήξη δεν είναι ακριβώς σύμπτωμα μιας αντίφασης αλλά στοιχείο της ίδιας της σύστασής μας. Είτε αναφαίνεται είτε όχι, η ρήξη είναι δυνητικά εκεί, ελλοχεύει στην ίδια τη δυνατότητα διεκδίκησης της άρνησης: κάθε στιγμή, μπορούμε να μην αποδεχτούμε την προϋπόθεση της συλλογικότητας και να καταλύσουμε κάθε σύνδεση και κάθε σχέση.
Πώς θα μπορούσαμε, αναρωτηθήκαμε, να δομήσουμε μια ιστορία όπου κανείς έρχεται αντιμέτωπος με αυτή τη διαπίστωση; Η αλήθεια είναι ότι προσπαθώντας να τη δομήσουμε, διατρέξαμε δύο τουλάχιστον στάδια. Στην αρχή, φτιάξαμε ένα μικρό βιβλιαράκι, τις Προτάσεις για την καταστροφή της Αθήνας, ως απόπειρα οικοδόμησης ενός αφηγηματικού κανάβου και ενός θησαυρού ιδεών για την έκθεση. Ύστερα, ακολουθώντας αυτόν τον αφηγηματικό κάναβο, διοργανώσαμε ένα συνέδριο, προτείνοντας την ανάπτυξη των αφορμών που προέκυπταν από το πρωτόλειο σκεπτικό μας. Το συνέδριο, με τίτλο Προσευχή για (παθητική;) αντίσταση, οδήγησε σε ένα δεύτερο βιβλίο. Στην εισαγωγή του, εξηγώντας τη συλλογιστική των δύο αυτών σταδίων, τα οποία θα οδηγούσαν στο τρίτο, δηλαδή στη δομή της έκθεσης, γράψαμε: ο στόχος δεν είναι ο σχεδιασμός ενός χάρτη πλοήγησης ή η κατασκευή μιας πυξίδας για τους απορημένους θεατές μιας έκθεσης· θα θέλαμε η έκθεση να παραμείνει έξω από τα όρια του χάρτη – εκεί όπου κατοικούν τα τέρατα.
Με έναν τρόπο, λοιπόν, η προετοιμασία μας δεν ήταν τόσο να φορτώσουμε ακόμη περισσότερα καθήκοντα στην πλάτη της έκθεσης αλλά να αποθέσουμε κάτω αυτά που ήδη μας βασάνιζαν. Προσπαθήσαμε να ξεφορτωθούμε κάθε ενοχική τάση να παράσχουμε πεδίο εκπροσώπησης σε ιδέες, κάθε υποννοούμενη υποχρέωση να οικοδομήσουμε μια καταγραφή ή να επιδιώξουμε μια επιστημονικότητα, καθετί που θα δυσκόλευε μια εξιστόρηση, που θα μας εξανάγκαζε να κρατήσουμε έναν και μόνο τόνο φωνής, που θα μετρίαζε τη δυνατότητά μας να φωνάξουμε ή να ψιθυρίσουμε.
Ως τόπο όπου η ιστορία εκτυλίσσεται επιλέξαμε την Αθήνα, ίσως κάπως αυτονόητα στην αρχή, εφόσον εδώ ζούμε. Όμως είμαστε από μια άποψη τυχεροί επειδή η Αθήνα αποτελεί πρόσφορο έμβλημα για αυτό που επί μακρόν, για όσον καιρό δηλαδή η ιστορία διαμορφωνόταν, ονομάσαμε στερεότυπο, την αίσθηση δηλαδή του ετεροπροσδιορισμού που αποτελεί την ακραία έκφραση της αυτοοικοδόμησης του υποκειμένου, για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Ίσως θα μπορούσε με τον ίδιο τρόπο να χρησιμοποιηθεί μια άλλη πόλη – και όχι μόνον η Ρώμη ή η Κωνσταντινούπολη αλλά και η Λούιβιλ, το Ναϊρόμπι, το Πεσάβαρ ή ο Βόλος. Κάθε τόπος, κάθε αίσθηση ιστορικότητας, κάθε καταβολή, κάθε εθνικιστική ή πολιτιστική κατασκευή, κάθε πολιτική συγκρότηση, ατομική ή συλλογική, είναι εξίσου ευάλωτη στην ταυτότητα που χτίζεται με τα μάτια των άλλων. Αλλά, βλέποντας κανείς την Αθήνα ως τη σκηνή όπου η ιστορία εκτυλίσσεται, είναι αναγκασμένος να δεχτεί και τον αναπόφευκτο – και λυτρωτικό – βαθμό αυθαιρεσίας οποιασδήποτε ιστορίας: αν η ιστορία εκτυλισσόταν στο Λονδίνο μπορεί πράγματι να έβρεχε, όμως και πάλι το τι θα συνέβαινε από εκεί και πέρα θα ήταν αυτό που έχει σημασία. Και αυτό είναι το σπουδαίο με μια ιστορία: τίποτε δεν είναι δεσμευτικό, όλα όμως είναι συγκεκριμένα. Θα μπορούσε το ένα ή το άλλο να συμβαίνει αλλού ή αλλιώς, όμως συμβαίνει εδώ και συμβαίνει έτσι.
Δεν θα κοπίαζε βέβαια κανείς για να βρει στη σύγχρονη τέχνη – και αλλού – περιπτώσεις πραγμάτευσης της διαπίστωσης στην οποία αναφερόμαστε. Αναρωτηθήκαμε, ωστόσο, πολλές φορές στη διάρκεια της προετοιμασίας, αν η πραγμάτευσή της – μια πρακτική που συχνά ονομάζεται, μάλλον πρόχειρα, πολιτική – δεν ήταν στην πραγματικότητα ένας τρόπος να μην παραδεχτεί κανείς την πιθανότητα κατάλυσης της συναίνεσης, να προσποιηθεί ότι ρήξη δεν υπάρχει την ίδια τη στιγμή που ανενδοίαστα τη διαλαλεί, ένας τρόπος να τρυπώσει στα κρυφά λίγη αισιοδοξία, μια αίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά.
Μια ιστορία όμως δεν είναι μια πραγμάτευση. Μια ιστορία μπορεί να είναι μια ιστορία για μια ρήξη όπως μπορεί να είναι μια ιστορία για οτιδήποτε. Μια ιστορία είναι κάτι που συμβαίνει σε ένα υποκείμενο, σε έναν δυνητικό «κάποιον». Μια ιστορία μπορεί να αντιμετωπίσει το ερώτημα: τι κι αν όλα δεν πάνε καλά; Τι κι αν κάποιος προσπαθήσει να δοκιμάσει την τύχη του, να υψώσει τη φωνή του, να συγκρουστεί, να καταλύσει τη συναίνεση, να καταστρέψει την Αθήνα;
Έτσι, ας έλθουμε στα τέρατα.
Η ιστορία αυτή είναι χωρισμένη σε έξι κεφάλαια. H δραματουργία της ακολουθεί μια μέθοδο μεταπτώσεων, όπου ενώ μια θέση οικοδομείται για ένα διάστημα, αμέσως μετά είτε διαστρέφεται προς κάτι άλλο είτε καταλύεται. Η αφήγηση είναι γραμμική αλλά συγκοπτόμενη, ώστε από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, η ατμόσφαιρα να αλλάζει δραστικά. Η έκθεση Destroy Athens είναι λοιπόν δομημένη και χωροταξικά ως ιστορία. Αποτελεί μια πορεία στον χώρο, η οποία επιτρέπει μια συγκεκριμένη αλληλουχία και συνεπώς μια ανάγνωση.
Δεν έχουμε τρόπο να γνωρίζουμε – όντας πλέον εντελώς βυθισμένοι στην ιστορία μας – πόσο παράξενη φαίνεται από έξω η απόφαση να πει κανείς μια ιστορία ρήξεων και αδιεξόδων. Το βέβαιο είναι ότι η σύγχρονη ζωή μας βρίθει εικόνων με βίαιες συγκρούσεις, τεράστιες καταστροφές και σχεδόν διαρκή αγριότητα. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο του δημόσιου λόγου, όλα τούτα εξοβελίζονται στη σφαίρα του αφύσικου, του παράλογου ή απλώς του παρεκλίνοντος: ακόμη κι όταν δεν συμβαίνουν αλλού ή σε άλλους, συμβαίνουν κατά παρέκκλιση από το φυσιολογικό, σε πείσμα της λογικής, στο περιθώριο του ορθού και ορθολογικού δικού μας κόσμου. Αισθανόμαστε ότι αυτή η επίμονη προσπάθεια να εμφανιστεί κάθε ρήξη, κάθε βία και κάθε αδιέξοδο ως κάτι που δεν θα έπρεπε να υφίσταται, ως κάτι που δεν ανήκει στη σύσταση του κόσμου και των υποκειμένων που τον κατοικούν, αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο ψεύδος της εποχής μας.
Αν υπάρχει κάτι που η έκθεση Destroy Athens δεν είναι, τότε δεν είναι μια επισκόπηση. Δεν στοχεύει να αποτελέσει βαρόμετρο της καλλιτεχνικής παραγωγής αυτή τη στιγμή ούτε να διδάξει κανέναν τι είναι το σημαντικό σήμερα στη σύγχρονη τέχνη ή στη γεωπολιτική συγκυρία. Δεν θέλει καν να εκφράσει μια άποψη για το τι είναι σημαντικό, καίριο, παρεμβατικό ή νέο, δεν θέλει να επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας πρακτικής ή κατά μιας άλλης, δεν θέλει να προβλέψει πού πηγαίνουν τα πράγματα τώρα ή πού θα βρίσκονται αύριο.
Είναι μια ιστορία. Ως ιστορία, ελπίζουμε ότι έχει νόημα ανάμεσα στη στιγμή όπου αρχίζει και στη στιγμή όπου τελειώνει.
Χ Υ Ζ
(Απόσπασμα από το κείμενο των επιμελητών για τον κατάλογο της έκθεσης)